Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσομοίωση οι προσομοιώσεις
      γενική της προσομοίωσης* των προσομοιώσεων
    αιτιατική την προσομοίωση τις προσομοιώσεις
     κλητική προσομοίωση προσομοιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσομοιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσομοίωση < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.soˈmi.o.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσομοίωση θηλυκό

  1. είναι η αναπαράσταση ενός πραγματικού ή αφηρημένου συστήματος με ένα μοντέλο
  2. (πληροφορική) συνώνυμο του εξομοίωση

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία