Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσομοιωτής οι προσομοιωτές
      γενική του προσομοιωτή των προσομοιωτών
    αιτιατική τον προσομοιωτή τους προσομοιωτές
     κλητική προσομοιωτή προσομοιωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσομοιωτής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσομοιωτής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία