Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκμάθηση
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εκμάθησ
η
οι
εκμαθήσ
εις
γενική
της
εκμάθησ
ης
&
εκμαθήσ
εως
των
εκμαθήσ
εων
αιτιατική
την
εκμάθησ
η
τις
εκμαθήσ
εις
κλητική
εκμάθησ
η
εκμαθήσ
εις
όπως «
δύναμη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
εκμάθηση
<
ελληνιστική κοινή
ἐκμάθησις
<
αρχαία ελληνική
ἐκμανθάνω
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
εκμάθηση
θηλυκό
η
διαδικασία
της
μάθησης
, της
απόκτησης
γνώσεων
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
εκμανθάνω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
εκμάθηση
αγγλικά
:
learning
(en)