Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξομοίωση οι εξομοιώσεις
      γενική της εξομοίωσης* των εξομοιώσεων
    αιτιατική την εξομοίωση τις εξομοιώσεις
     κλητική εξομοίωση εξομοιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξομοιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξομοίωση < αρχαία ελληνική ἐξομοίωσις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksoˈmi.o.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξομοίωση θηλυκό

  1. το να δέχεσαι ή να θεωρείς κάτι ίδιο με κάτι άλλο
  2. το να γίνεται ή να θεωρείται κάτι όμοιο με κάτι άλλο, να ανήκει στην ίδια κατηγορία
  3. (πληροφορική) αναπαράσταση με ηλεκτρονικό υπολογιστή ενός συστήματος ή φαινομένου
    ※  η εξομοίωση πτήσης είναι μία βιομηχανία δισεκατομμυρίων, και ένα αναπόσπαστο κομμάτι κάθε σχολής πιλότων [1]
    συνώνυμο : προσομοίωση

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία