εξομοιωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξομοιωτής < εξομοιώνω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική simulator)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξομοιωτής αρσενικό
- (νεολογισμός) συσκευή που συμβάλλει στην αναπαράσταση μιας πραγματικής λειτουργίας