Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.my.la.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
émulation émulations

émulation (fr) θηλυκό

  1. η άμιλλα
  2. (emulation) η εξομοίωση

Συγγενικά

επεξεργασία