Ουσιαστικό

επεξεργασία

assimilation (en)

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
assimilation < λατινική assimilatio < assimilare

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
assimilation assimilations

assimilation (fr) θηλυκό

  1. η αφομοίωση
  2. εξομοίωση

Συγγενικά

επεξεργασία