assimilation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
assimilation (en)
Συγγενικά επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- assimilation < λατινική assimilatio < assimilare
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
assimilation | assimilations |
assimilation (fr) θηλυκό