Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφομοίωση οι αφομοιώσεις
      γενική της αφομοίωσης* των αφομοιώσεων
    αιτιατική την αφομοίωση τις αφομοιώσεις
     κλητική αφομοίωση αφομοιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφομοιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφομοίωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀφομοίωσις (εξομοίωση, σύγκριση) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική assimilation [1] Μορφολογικά, αφ-, ομοίωση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.foˈmi.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φο‐μοί‐ω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφομοίωση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος αφομοιώνω
    1. η πρόσληψη ξένων στοιχείων από έναν οργανισμό, άτομο, σύνολο και η μετατροπή τους σε οργανικά στοιχεία αυτού που τα προσλαμβάνει
      1. η πρόσληψη θρεπτικών συστατικών τα οποία μέσω της πέψης μετασχηματίζονται και χρησιμοποιούνται ως δομικά συστατικά του οργανισμού
      2. η σε βάθος απόκτηση γνώσεων, οι οποίες αποτελούν πια ένα συνεκτικό σύνολο και σταθερό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας
      3. η πρόσληψη ξένων πολιτιστικών στοιχείων, τα οποία βαθμιαία μετασχηματίζονται και επηρεάζουν τη διαμόρφωση του πολιτισμού του λαού που τα προσλαμβάνει
      4. η ενσωμάτωση ξένων στοιχείων σε ένα κοινωνικό σύνολο, τα οποία χάνουν πια την ιδιαιτερότητά τους
    2. (γλωσσολογία, φωνολογία) το φαινόμενο κατά το οποίο ένας φθόγγος μεταβάλλεται ώστε να γίνει όμοιος με κάποιον γειτονικό του
      παραδειγματα
      σύν + ράπτω > συρ- + ράπτω > συρράπτω
      εν + μισθός > έμ- + -μισθος > έμμισθος
      εν + λόγος > έλ- + -λογος > έλλογος
       αντώνυμα: ανομοίωση
      → δείτε τους όρους προληπτική αφομοίωση, υποχωρητική αφομοίωση και εξακολουθητική αφομοίωση

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αφομοιώνω, από και όμοιος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία