αφομοιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφομοιώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφομοιόω / ἀφομοιῶ < ἀπό + ὁμοιόω < ὅμοιος (με δάσυνση του "π" σε "φ", λόγω του δασυνόμενου αρκτικού "ο")
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fo.miˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φο‐μοι‐ώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααφομοιώνω, αόρ.: αφομοίωσα, παθ.φωνή: αφομοιώνομαι, π.αόρ.: αφομοιώθηκα, μτχ.π.π.: αφομοιωμένος
- κάνω κάτι όμοιο με άλλο
- εμπεδώνω, κατανοώ κάτι πλήρως
- ενσωματώνω
- ⮡ αφομοιώνεται στο κοινωνικό σύνολο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφομοιώνω | αφομοίωνα | θα αφομοιώνω | να αφομοιώνω | αφομοιώνοντας | |
β' ενικ. | αφομοιώνεις | αφομοίωνες | θα αφομοιώνεις | να αφομοιώνεις | αφομοίωνε | |
γ' ενικ. | αφομοιώνει | αφομοίωνε | θα αφομοιώνει | να αφομοιώνει | ||
α' πληθ. | αφομοιώνουμε | αφομοιώναμε | θα αφομοιώνουμε | να αφομοιώνουμε | ||
β' πληθ. | αφομοιώνετε | αφομοιώνατε | θα αφομοιώνετε | να αφομοιώνετε | αφομοιώνετε | |
γ' πληθ. | αφομοιώνουν(ε) | αφομοίωναν αφομοιώναν(ε) |
θα αφομοιώνουν(ε) | να αφομοιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφομοίωσα | θα αφομοιώσω | να αφομοιώσω | αφομοιώσει | ||
β' ενικ. | αφομοίωσες | θα αφομοιώσεις | να αφομοιώσεις | αφομοίωσε | ||
γ' ενικ. | αφομοίωσε | θα αφομοιώσει | να αφομοιώσει | |||
α' πληθ. | αφομοιώσαμε | θα αφομοιώσουμε | να αφομοιώσουμε | |||
β' πληθ. | αφομοιώσατε | θα αφομοιώσετε | να αφομοιώσετε | αφομοιώστε | ||
γ' πληθ. | αφομοίωσαν αφομοιώσαν(ε) |
θα αφομοιώσουν(ε) | να αφομοιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφομοιώσει | είχα αφομοιώσει | θα έχω αφομοιώσει | να έχω αφομοιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αφομοιώσει | είχες αφομοιώσει | θα έχεις αφομοιώσει | να έχεις αφομοιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αφομοιώσει | είχε αφομοιώσει | θα έχει αφομοιώσει | να έχει αφομοιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφομοιώσει | είχαμε αφομοιώσει | θα έχουμε αφομοιώσει | να έχουμε αφομοιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αφομοιώσει | είχατε αφομοιώσει | θα έχετε αφομοιώσει | να έχετε αφομοιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφομοιώσει | είχαν αφομοιώσει | θα έχουν αφομοιώσει | να έχουν αφομοιώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφομοιώνομαι | αφομοιωνόμουν(α) | θα αφομοιώνομαι | να αφομοιώνομαι | ||
β' ενικ. | αφομοιώνεσαι | αφομοιωνόσουν(α) | θα αφομοιώνεσαι | να αφομοιώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αφομοιώνεται | αφομοιωνόταν(ε) | θα αφομοιώνεται | να αφομοιώνεται | ||
α' πληθ. | αφομοιωνόμαστε | αφομοιωνόμαστε αφομοιωνόμασταν |
θα αφομοιωνόμαστε | να αφομοιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αφομοιώνεστε | αφομοιωνόσαστε αφομοιωνόσασταν |
θα αφομοιώνεστε | να αφομοιώνεστε | (αφομοιώνεστε) | |
γ' πληθ. | αφομοιώνονται | αφομοιώνονταν αφομοιωνόντουσαν |
θα αφομοιώνονται | να αφομοιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφομοιώθηκα | θα αφομοιωθώ | να αφομοιωθώ | αφομοιωθεί | ||
β' ενικ. | αφομοιώθηκες | θα αφομοιωθείς | να αφομοιωθείς | αφομοιώσου | ||
γ' ενικ. | αφομοιώθηκε | θα αφομοιωθεί | να αφομοιωθεί | |||
α' πληθ. | αφομοιωθήκαμε | θα αφομοιωθούμε | να αφομοιωθούμε | |||
β' πληθ. | αφομοιωθήκατε | θα αφομοιωθείτε | να αφομοιωθείτε | αφομοιωθείτε | ||
γ' πληθ. | αφομοιώθηκαν αφομοιωθήκαν(ε) |
θα αφομοιωθούν(ε) | να αφομοιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αφομοιωθεί | είχα αφομοιωθεί | θα έχω αφομοιωθεί | να έχω αφομοιωθεί | αφομοιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αφομοιωθεί | είχες αφομοιωθεί | θα έχεις αφομοιωθεί | να έχεις αφομοιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αφομοιωθεί | είχε αφομοιωθεί | θα έχει αφομοιωθεί | να έχει αφομοιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αφομοιωθεί | είχαμε αφομοιωθεί | θα έχουμε αφομοιωθεί | να έχουμε αφομοιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αφομοιωθεί | είχατε αφομοιωθεί | θα έχετε αφομοιωθεί | να έχετε αφομοιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αφομοιωθεί | είχαν αφομοιωθεί | θα έχουν αφομοιωθεί | να έχουν αφομοιωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αφομοιωμένος - είμαστε, είστε, είναι αφομοιωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αφομοιωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αφομοιωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αφομοιωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αφομοιωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αφομοιωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αφομοιωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφομοιώνω