αφομοιώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αφομοιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφομοιώνω
- θα αφομοιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφομοιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
αφομοιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφομοίωση