Ετυμολογία

επεξεργασία

συρράπτω

  • ράβω και συνδέω μεταξύ τους διαφορετικά κομμάτια είτε από αντικείμενα (όπως υφάσματα), είτε από τμήματα κειμένων

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία