συρράπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συρράπτω < αρχαία ελληνική συρράπτω
Ρήμα
επεξεργασίασυρράπτω
- ράβω και συνδέω μεταξύ τους διαφορετικά κομμάτια είτε από αντικείμενα (όπως υφάσματα), είτε από τμήματα κειμένων
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συρράπτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συρράπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συρράπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.