Ετυμολογία 1

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

staple (en) (χωρίς παραθετικά)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Staple
      ενικός         πληθυντικός  
staple staples

staple (en)

  1. συνδετήρας συρραπτικού
  2. καρφί σχήματος U

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας staple
γ΄ ενικό ενεστώτα staples
αόριστος stapled
παθητική μετοχή stapled
ενεργητική μετοχή stapling

staple (en)

  • (μεταβατικό) συρράπτω, συνδέω κάτι με κάτι άλλο με συρραπτικό
    ⮡  Applicants are requested to not staple the pages of the application letter and its attachments.
    Οι αιτούντες καλούνται να μη συρράπτουν τις σελίδες της επιστολής της αίτησης και των παραρτημάτων της.