ῥάπτω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ῥάπτω < θέμα ραφ από αρχικό σραφ όπου το σίγμα τράπηκε σε δασυνόμενη προφορά (ῥ = χρ) και προστέθηκε το πρόσφυμα τ (=ῥάφτω) και τέλος το φ έγινε π = ῥάπτω
Ρήμα
επεξεργασίαῥάπτω
- συνδέω, συναρμολογώ, συγκολλώ, ράβω
- κάνω ράμματα σε τραύμα
- (μεταφορικά) επινοώ, μηχανορραφώ, σχεδιάζω
- οὕνεκά οἱ φόνον αἰπὺν ἐράπτομεν οὐδ᾽ ἐκίχημεν
- ἐόντες βάρβαροι ἐπ᾽ Ἕλλησι ἀνδράσι φόνον ἔρραψαν
- συνθέτω
- ἀοιδήν ἔρραψαν (συνέθεσαν τραγούδι)
- κλείνω ερμητικά
- ἐρράφθαι τὸ χεῖλος
- μέσο (ῥάπτομαι): παραγγέλλω να ραφτεί κάτι και κατασκευάζω
- παθητικό: ράβομαι, συγκολλούμαι
Συγγενικά
επεξεργασία
Αρχικοί Χρόνοι | Ενεργητική Φωνή | Μέση-Παθητική Φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | (ῥάπτω) | [ῥάπτομαι] |
Παρατατικός | ||
Μέλλοντας | (ῥάψω) | [ῥαφήσομαι] |
Αόριστος | ἔρραψα [ἔρραφον] | ἐρραψάμην ἐρράφην |
Παρακείμενος | ἔρραφα | ἔρραμμαι |
Υπερσυντέλικος | [ἔρραφήκειν] | [ἐρράμμην] |
Σύνθετα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- σε παρένθεση οι τύποι που απαντούν σύνθετοι και σε αγκύλη οι μεταγενέστεροι