Δείτε επίσης: ἔμμισθος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμμισθος η έμμισθη το έμμισθο
      γενική του έμμισθου της έμμισθης του έμμισθου
    αιτιατική τον έμμισθο την έμμισθη το έμμισθο
     κλητική έμμισθε έμμισθη έμμισθο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμμισθοι οι έμμισθες τα έμμισθα
      γενική των έμμισθων των έμμισθων των έμμισθων
    αιτιατική τους έμμισθους τις έμμισθες τα έμμισθα
     κλητική έμμισθοι έμμισθες έμμισθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

έμμισθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμμισθος < ἐν (έμ-) + μισθός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *misdʰós < *mey (αλλάσσω, ανταλλάσσω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.mi.sθos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έμ‐μι‐σθος

  Επίθετο επεξεργασία

έμμισθος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία