ἔμμισθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἔμμισθος | τὸ ἔμμισθον | οἱ, αἱ ἔμμισθοι | τὰ ἔμμισθα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐμμίσθου | τοῦ ἐμμίσθου | τῶν ἐμμίσθων | τῶν ἐμμίσθων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐμμίσθῳ | τῷ ἐμμίσθῳ | τοῖς, ταῖς ἐμμίσθοις | τοῖς ἐμμίσθοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἔμμισθον | τὸ ἔμμισθον | τοὺς, τὰς ἐμμίσθους | τὰ ἔμμισθα |
Κλητική | ἔμμισθε | ἔμμισθον | ἔμμισθοι | ἔμμισθα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐμμίσθω | |||
Γενική-Δοτική | ἐμμίσθοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔμμισθος < ἐν + μισθός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *misdʰós < *mey (αλλάσσω, ανταλλάσσω)
Επίθετο
επεξεργασίαἔμμισθος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μισθός
Πηγές
επεξεργασία- ἔμμισθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔμμισθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.