Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μίσθαρνος η μίσθαρνη το μίσθαρνο
      γενική του μίσθαρνου της μίσθαρνης του μίσθαρνου
    αιτιατική τον μίσθαρνο τη μίσθαρνη το μίσθαρνο
     κλητική μίσθαρνε μίσθαρνη μίσθαρνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μίσθαρνοι οι μίσθαρνες τα μίσθαρνα
      γενική των μίσθαρνων των μίσθαρνων των μίσθαρνων
    αιτιατική τους μίσθαρνους τις μίσθαρνες τα μίσθαρνα
     κλητική μίσθαρνοι μίσθαρνες μίσθαρνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μίσθαρνος < ελληνιστική κοινή μίσθαρνος (μισθωτός εργάτης) (εκ συναρπαγής από τη φράση μισθόν ἄρνυσθαι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmis.θaɾ.nos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈmis.θaɾ.ni/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈmis.θaɾ.no/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

μίσθαρνος, -η, -ο

  • (κακόσημο) που εκτελεί ένα έργο αποβλέποντας μόνο στις υλικές ωφέλειες που θα αποκομίσει και χωρίς να ενδιαφέρεται για την ηθική του αξία ή το συλλογικό καλό

  Μεταφράσεις επεξεργασία