άμισθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άμισθος | η | άμισθη | το | άμισθο |
γενική | του | άμισθου | της | άμισθης | του | άμισθου |
αιτιατική | τον | άμισθο | την | άμισθη | το | άμισθο |
κλητική | άμισθε | άμισθη | άμισθο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άμισθοι | οι | άμισθες | τα | άμισθα |
γενική | των | άμισθων | των | άμισθων | των | άμισθων |
αιτιατική | τους | άμισθους | τις | άμισθες | τα | άμισθα |
κλητική | άμισθοι | άμισθες | άμισθα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαάμισθος, -η, -ο
- που δεν πληρώνεται με μισθό
- άμισθος υποθηκοφύλακας
- άμισθη μαθητεία