Ετυμολογία

επεξεργασία
bénévole < λατινική benevolus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /be.ne.vɔl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bénévole bénévoles

bénévole (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bénévole bénévoles

bénévole (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία