εθελοντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εθελοντικός < εθελοντής
Επίθετο
επεξεργασίαεθελοντικός, -ή, -ό
- που γίνεται με την ελεύθερη βούληση του ενδιαφερόμενου, που γίνεται από έναν εθελοντή
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εθελοντικός
|