υποχρεωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποχρεωτικός < υποχρέωση + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική obligatoire)
Επίθετο
επεξεργασίαυποχρεωτικός, -ή, ό
- που επιβάλλεται από υποχρέωση ή από ανάγκη
- που μας δημιουργεί το αίσθημα της υποχρέωσης, περιποιητικός, εξυπηρετικός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία που επιβάλλεται