obligatoire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
obligatoire | obligatoires |
obligatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη obliger
ενικός | πληθυντικός |
obligatoire | obligatoires |
obligatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό