αναγκαστός
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναγκαστός < αρχαία ελληνική ἀναγκαστός
Επίθετο επεξεργασία
αναγκαστός
- (λόγιο) άλλη μορφή του αναγκαστικός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αναγκάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναγκαστός
|