Δείτε επίσης: αναγκαστός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀναγκαστός ἀναγκαστή τὸ ἀναγκαστόν
      γενική τοῦ ἀναγκαστοῦ τῆς ἀναγκαστῆς τοῦ ἀναγκαστοῦ
      δοτική τῷ ἀναγκαστ τῇ ἀναγκαστ τῷ ἀναγκαστ
    αιτιατική τὸν ἀναγκαστόν τὴν ἀναγκαστήν τὸ ἀναγκαστόν
     κλητική ! ἀναγκαστέ ἀναγκαστή ἀναγκαστόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀναγκαστοί αἱ ἀναγκασταί τὰ ἀναγκαστᾰ́
      γενική τῶν ἀναγκαστῶν τῶν ἀναγκαστῶν τῶν ἀναγκαστῶν
      δοτική τοῖς ἀναγκαστοῖς ταῖς ἀναγκασταῖς τοῖς ἀναγκαστοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀναγκαστούς τὰς ἀναγκαστᾱ́ς τὰ ἀναγκαστᾰ́
     κλητική ! ἀναγκαστοί ἀναγκασταί ἀναγκαστᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀναγκαστώ τὼ ἀναγκαστᾱ́ τὼ ἀναγκαστώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀναγκαστοῖν τοῖν ἀναγκασταῖν τοῖν ἀναγκαστοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναγκαστός < ἀναγκάζω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀναγκαστός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία