Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναγκασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναγκασμέν
ος
η
αναγκασμέν
η
το
αναγκασμέν
ο
γενική
του
αναγκασμέν
ου
της
αναγκασμέν
ης
του
αναγκασμέν
ου
αιτιατική
τον
αναγκασμέν
ο
την
αναγκασμέν
η
το
αναγκασμέν
ο
κλητική
αναγκασμέν
ε
αναγκασμέν
η
αναγκασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναγκασμέν
οι
οι
αναγκασμέν
ες
τα
αναγκασμέν
α
γενική
των
αναγκασμέν
ων
των
αναγκασμέν
ων
των
αναγκασμέν
ων
αιτιατική
τους
αναγκασμέν
ους
τις
αναγκασμέν
ες
τα
αναγκασμέν
α
κλητική
αναγκασμέν
οι
αναγκασμέν
ες
αναγκασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναγκασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αναγκάζω
Μετοχή
επεξεργασία
αναγκασμένος, -η, -ο
που είναι
υποχρεωμένος
να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του
Συγγενικά
επεξεργασία
ανάγκη
αναγκάζω
αναγκάζομαι
αναγκαστικός
αναγκαίος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναγκασμένος
γαλλικά
:
obligé
(fr)
,
forcé
(fr)