αναγκασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αναγκασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναγκάζω
Μετοχή
επεξεργασία
αναγκασμένος, -η, -ο
- που είναι υποχρεωμένος να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του