mandatory
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | mandatory |
συγκριτικός | more mandatory |
υπερθετικός | most mandatory |
Επίθετο
επεξεργασίαmandatory (en)
- υποχρεωτικός
- ⮡ Is class attendance mandatory or optional?
- Είναι υποχρεωτική ή προαιρετική η παρακολούθηση στην τάξη;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη compulsory
- ⮡ Is class attendance mandatory or optional?