Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.piˈva.lo.me/

επιβάλλομαι, π.αόρ.: επιβλήθηκα, μτχ.π.π.: επιβεβλημένος

  1. παθητική φωνή του ρήματος επιβάλλω
    ※  Τη νύχτα είχε επιβληθεί ο συσκοτισμός των σπιτιών και των καταστημάτων (Γεώργιος Δ. Χρηστάκης, Επαρχία Βιάννου, 1940-1945: το ολοκαύτωμα του 1943, 2000, σελ. 30)
  2. διαθέτω ορισμένες εξαιρετικές ιδιότητες με αποτέλεσμα να ξεχωρίζω και να προκαλώ υπερβολικά έντονο θαυμασμό, εντύπωση
    Το κτίριο που επιβάλλεται με τον όγκο του
  3. αναγνωρίζεται ο ρόλος μου ως ηγετικός, πρωταρχικός, καθοριστικός σε κάτι, ιδίως σε ορισμένη διαδικασία
    Aν και νέος, επιβλήθηκε στην πολιτική ζωή του τόπου και σε μικρή ηλικία έγινε πρωθυπουργός
  4. νικώ σε αγώνα
    H εθνική ομάδα ποδοσφαίρου επιβλήθηκε στην αντίστοιχη της Iταλίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη νικώ

|}