nécessaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- nécessaire < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nécessaire | nécessaires |
nécessaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nécessaire | nécessaires |
nécessaire (fr) αρσενικό
- το νεσεσέρ, τα απαραίτητα