νεσεσέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεσεσέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική nécessaire
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεσεσέρ ουδέτερο άκλιτο
- μικρή θήκη ή τσάντα που έχει λίγα (απαραίτητα) αντικείμενα, συνήθως καλλυντικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεσεσέρ
|