χρειαζούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρειαζούμενος < από το ρήμα χρειάζομαι.
Μετοχή
επεξεργασίαχρειαζούμενος -η -ο
- βάλαμε στο σακίδιο τα σκοινιά και όλα τα χρειαζούμενα σύνεργα για την ορειβασία και ξεκινήσαμε
χρειαζούμενος -η -ο