Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρειαζούμενος η χρειαζούμενη το χρειαζούμενο
      γενική του χρειαζούμενου της χρειαζούμενης του χρειαζούμενου
    αιτιατική τον χρειαζούμενο τη χρειαζούμενη το χρειαζούμενο
     κλητική χρειαζούμενε χρειαζούμενη χρειαζούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρειαζούμενοι οι χρειαζούμενες τα χρειαζούμενα
      γενική των χρειαζούμενων των χρειαζούμενων των χρειαζούμενων
    αιτιατική τους χρειαζούμενους τις χρειαζούμενες τα χρειαζούμενα
     κλητική χρειαζούμενοι χρειαζούμενες χρειαζούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρειαζούμενος < από το ρήμα χρειάζομαι.

  Μετοχή επεξεργασία

χρειαζούμενος -η -ο

βάλαμε στο σακίδιο τα σκοινιά και όλα τα χρειαζούμενα σύνεργα για την ορειβασία και ξεκινήσαμε

  Μεταφράσεις επεξεργασία