Ετυμολογία

επεξεργασία
προληπτική αφομοίωση < → δείτε τη λέξη προληπτικός (στη σημασία: προκαταβολικός) & αφομοίωση (όρος γραμματικής)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

προληπτική αφομοίωση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία