προληπτική αφομοίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προληπτική αφομοίωση < → δείτε τη λέξη προληπτικός (στη σημασία: προκαταβολικός) & αφομοίωση (όρος γραμματικής)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαπροληπτική αφομοίωση θηλυκό
- (γλωσσολογία) η διαδικασία της αφομοίωσης όπου φθόγγος που αφομοιώνεται προηγείται αυτού που την προκαλεί
Δείτε επίσης
επεξεργασία- προληπτική ανάπτυξη (φθόγγου)
Μεταφράσεις
επεξεργασία προληπτική αφομοίωση
|