Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοίωση οι ομοιώσεις
      γενική της ομοίωσης* των ομοιώσεων
    αιτιατική την ομοίωση τις ομοιώσεις
     κλητική ομοίωση ομοιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ομοιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομοίωση < αρχαία ελληνική ὁμοίωσις < ὁμοιόω / ὁμοιῶ < ὅμοιος / ὁμοῖος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈmi.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μοί‐ω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ομοίωση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία