ὅμοιος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὅμοιος | ὁμοία | ὅμοιον | ὅμοιοι | ὅμοιαι | ὅμοια |
Γενική | ὁμοίου | ὁμοίας | ὁμοίου | ὁμοίων | ὁμοίων | ὁμοίων |
Δοτική | ὁμοίῳ | ὁμοίᾳ | ὁμοίῳ | ὁμοίοις | ὁμοίαις | ὁμοίοις |
Αιτιατική | ὅμοιον | ὁμοίαν | ὅμοιον | ὁμοίους | ὁμοίας | ὅμοια |
Κλητική | ὅμοιε | ὁμοία | ὅμοιον | ὅμοιοι | ὅμοιαι | ὅμοια |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὁμοίω | ὁμοία | ||||
Γενική-Δοτική | ὁμοίοιν | ὁμοίαιν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ὅμοιος < ὁμός + -ιος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *somHós < *sem- (ὁμοῦ, εἷς)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ὅμοιος, -ος, ον
- ο ίδιος
- ἄμφω γὰρ πέπρωται ὁμοίην γαῖαν ἐρεῦσαι
- όμοιος, σαν τον
- ὁ ὅμοιος τῷ ὁμοίῳ (Πλ. Γοργίας, 510)
- θείειν ἀνέμοισιν ὁμοῖοι: στο τρέξιμο όμοιοι με τον άνεμο
- (γεωμετρία) κριτήριο ομοιότητας στα τρίγωνα, στις γωνίες κ.λπ.
- της ίδιας κοινωνικής τάξης, οἱ ὅμοιοι στον πληθυντικό: ευγενείς, ευπατρίδες ειδικά στη Σπάρτη
- ※ οὗτος δ᾽ ἦν...νεανίσκος καὶ τὴν ψυχὴν εὔρωστος, οὐ μέντοι τῶν ὁμοίων : ήταν γερός σαν νέος και θαρραλέος στην ψυχή, αλλά δεν ήταν από τους αριστοκράτες (Ξενοφών, Ελληνικά Γ΄, 3.5)
- τό ὁμοῖον και τά ὁμοῖα και αργότερα τό ὅμοιον και τά ὅμοια χρησιμοποιούνταν επιρρηματικά: ανταποδίδω τα ίσα, παρομοίως, ομοίως εξίσου, σαν νά...
- ὅμοιον ὡς εἰ κάμνον σῶμα ἰατρικῆς καθάρσεως τυχὸν ἡγοῖτό τις (Πλατ.)
- ὅμοια χέρσον καὶ θάλασσαν ἐκπερῶν (Αιχ.)
- σύμφωνος
- ※ οἱ Ἕλληνες οὐκ ἐν ὁμοίῳ πάντες ἐποιεῦντο : δεν συμφωνούσαν όλοι οι Έλληνες (επ' αυτού) Ηρόδοτος, Ιστορίαι 7ο βιβλ. 138)
- κοινός
- οὐδὲν ὁμοῖον ἦν μοι πρὸς τοῦτον : δεν είχα κανένα κοινό σημεό, καμία ομοιότητα με αυτόν
- ισοδύναμος, ισόπαλος
- ὁμοῖοι ἐν πολέμῳ
- αμετάβλητος
- τὴν μὲν οὖν γνώμην ἔτι καὶ ἐν ἐκείνοις ὅμοιος ἦν εἰς ὑμᾶς : ακόμα και τότε δεν άλλαξε τη γνώμη του για εσάς (Αντιφ. Ηρώδ)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ὡς ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει (Πλάτωνας, Συμπόσιο ΧΙΙΙ)
- τό ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ φίλον. (το αναφέρει ο Αριστοτέλης 50 χρόνια μετά τον Πλάτωνα ως γνωμικό)
- ἐν ὁμοίῳ ποιοῦμαι : συμφωνώ (αν και κυριολεκτικά το νόημα ήταν "εκτιμώ εξίσου με άλλους μια γνώμη")
- τὸ ὅμοιον ἀνταποδιδόντες : ανταποδίδοντας τα ίσα
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ὅμοιος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ὅμοιος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.