ὅμοιος
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὅμοιος | ἡ | ὁμοίᾱ | τὸ | ὅμοιον |
γενική | τοῦ | ὁμοίου | τῆς | ὁμοίᾱς | τοῦ | ὁμοίου |
δοτική | τῷ | ὁμοίῳ | τῇ | ὁμοίᾳ | τῷ | ὁμοίῳ |
αιτιατική | τὸν | ὅμοιον | τὴν | ὁμοίᾱν | τὸ | ὅμοιον |
κλητική ὦ! | ὅμοιε | ὁμοίᾱ | ὅμοιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ὅμοιοι | αἱ | ὅμοιαι | τὰ | ὅμοιᾰ |
γενική | τῶν | ὁμοίων | τῶν | ὁμοίων | τῶν | ὁμοίων |
δοτική | τοῖς | ὁμοίοις | ταῖς | ὁμοίαις | τοῖς | ὁμοίοις |
αιτιατική | τοὺς | ὁμοίους | τὰς | ὁμοίᾱς | τὰ | ὅμοιᾰ |
κλητική ὦ! | ὅμοιοι | ὅμοιαι | ὅμοιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁμοίω | τὼ | ὁμοίᾱ | τὼ | ὁμοίω |
γεν-δοτ | τοῖν | ὁμοίοιν | τοῖν | ὁμοίαιν | τοῖν | ὁμοίοιν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὅμοιος, -ος, ον
- ο ίδιος
- ⮡ ἄμφω γὰρ πέπρωται ὁμοίην γαῖαν ἐρεῦσαι → χρειάζεται παράθεμα
- όμοιος, σαν τον
- (γεωμετρία) κριτήριο ομοιότητας στα τρίγωνα, στις γωνίες κ.λπ.
- της ίδιας κοινωνικής τάξης
- → δείτε «οἱ ὅμοιοι (πληθυντικός: ευγενείς, ευπατρίδες ειδικά στη Σπάρτη)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 3, 3.5
- οὗτος δ᾽ ἦν...νεανίσκος καὶ τὴν ψυχὴν εὔρωστος, οὐ μέντοι τῶν ὁμοίων
- ήταν γερός σαν νέος και θαρραλέος στην ψυχή, αλλά δεν ήταν από τους αριστοκράτες
- οὗτος δ᾽ ἦν...νεανίσκος καὶ τὴν ψυχὴν εὔρωστος, οὐ μέντοι τῶν ὁμοίων
- → δείτε «τό ὅμοιον» και «τά ὅμοια»
- ὅμοιον ὡς εἰ κάμνον σῶμα ἰατρικῆς καθάρσεως τυχὸν ἡγοῖτό τις (Πλάτων)
- ὅμοια χέρσον καὶ θάλασσαν ἐκπερῶν (Αιχ.)
- σύμφωνος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 138
- οἱ Ἕλληνες οὐκ ἐν ὁμοίῳ πάντες ἐποιεῦντο : δεν συμφωνούσαν όλοι οι Έλληνες (επ' αυτού)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 138
- κοινός
- ⮡ οὐδὲν ὁμοῖον ἦν μοι πρὸς τοῦτον - δεν είχα κανένα κοινό σημεό, καμία ομοιότητα με αυτόν
- ισοδύναμος, ισόπαλος
- ⮡ ὁμοῖοι ἐν πολέμῳ
- αμετάβλητος
- ※ 5ος αιώνας πκε Αντιφών ο Ραμνούσιος, Περὶ τοῦ Ἡρῷδου φόνου, 76 @wikisource
- τὴν μὲν οὖν γνώμην ἔτι καὶ ἐν ἐκείνοις ὅμοιος ἦν εἰς ὑμᾶς
- ακόμα και τότε δεν άλλαξε τη γνώμη του για εσάς
- τὴν μὲν οὖν γνώμην ἔτι καὶ ἐν ἐκείνοις ὅμοιος ἦν εἰς ὑμᾶς
- ※ 5ος αιώνας πκε Αντιφών ο Ραμνούσιος, Περὶ τοῦ Ἡρῷδου φόνου, 76 @wikisource
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ὁμοῖος
- ποιητικός τύπος: ὁμοίιος
- αιολικός τύπος : ὔμοιος
- αρκαδικός τύπος: ὑμοῖος
Εκφράσεις
επεξεργασία- ὡς ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει (Πλάτωνας, Συμπόσιο ΧΙΙΙ)
- τὸ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ φίλον (το αναφέρει ο Αριστοτέλης 50 χρόνια μετά τον Πλάτωνα ως γνωμικό)
- ἐν ὁμοίῳ ποιοῦμαι συμφωνώ (αν και κυριολεκτικά το νόημα ήταν εκτιμώ εξίσου με άλλους μια γνώμη)
- τὸ ὅμοιον ἀνταποδιδόντες (ανταποδίδοντας τα ίσα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὅμοιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὅμοιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.