Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισόπαλος η ισόπαλη το ισόπαλο
      γενική του ισόπαλου της ισόπαλης του ισόπαλου
    αιτιατική τον ισόπαλο την ισόπαλη το ισόπαλο
     κλητική ισόπαλε ισόπαλη ισόπαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισόπαλοι οι ισόπαλες τα ισόπαλα
      γενική των ισόπαλων των ισόπαλων των ισόπαλων
    αιτιατική τους ισόπαλους τις ισόπαλες τα ισόπαλα
     κλητική ισόπαλοι ισόπαλες ισόπαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισόπαλος < μεταγενέστερο ἰσόπαλος < ἴσος + πάλη

  Επίθετο επεξεργασία

ισόπαλος, -η, -ο

  1. που αναδεικνύεται ίσος σε δύναμη
  2. (αθλητισμός) αγώνας που τελειώνει χωρίς να αναδεικνύεται νικητής

  Μεταφράσεις επεξεργασία