ὄμνυμι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ὄμνυμι και ὀμνύω,παρατ. ὤμνυν και ὤμνυον, αόρ. ὤμοσσα και ὄμοσ(σ)α, μέσος μέλλ. με ενεργητική σημασία ὀμοῦμαι και ελληνιστική κοινή. ὀμόσω, παρακ. ὀμώμοκα, ὠμωμόκειν, (σύνθ. - ὀμωμοκὼς ἔσομαι), (σύνθ. -όμνυμαι), (σύνθ. -ωμνύμην), -, (σύνθ. -ὠμοσάμην), γ΄ εν. πρκ. ὀμώμο(σ)ται, γ΄ πληθ. πρκ. ὀμώμονται, μτχ. ὀμωμοσμένος, παθ. μέλλ. ὀμοσθήσομαι, παθ. αόρ. ὠμόσθην και σπάνια ὠμόθην
Κλίση επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ὄμνυμι - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ὄμνυμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄμνυμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.