ισοδύναμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισοδύναμος < (ελληνιστική κοινή) ἰσοδύναμος < ἴσος + δύναμις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.soˈði.na.mos/
Επίθετο
επεξεργασίαισοδύναμος -η -ο
- ίσος σε δύναμη ή σε αξία με κάποιον/κάτι άλλο
- τα δύο κόμματα αναδείχτηκαν ισοδύναμα στις εκλογές
- (μαθηματικά) ταυτόσημος
- οι ισότητες x=a+b και x-a=b είναι μεταξύ τους ισοδύναμες
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισοδύναμος