↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοδύναμος η ισοδύναμη το ισοδύναμο
      γενική του ισοδύναμου της ισοδύναμης του ισοδύναμου
    αιτιατική τον ισοδύναμο την ισοδύναμη το ισοδύναμο
     κλητική ισοδύναμε ισοδύναμη ισοδύναμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοδύναμοι οι ισοδύναμες τα ισοδύναμα
      γενική των ισοδύναμων των ισοδύναμων των ισοδύναμων
    αιτιατική τους ισοδύναμους τις ισοδύναμες τα ισοδύναμα
     κλητική ισοδύναμοι ισοδύναμες ισοδύναμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισοδύναμος < (ελληνιστική κοινή) ἰσοδύναμος < ἴσος + δύναμις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.soˈði.na.mos/

  Επίθετο

επεξεργασία

ισοδύναμος -η -ο

  1. ίσος σε δύναμη ή σε αξία με κάποιον/κάτι άλλο
    τα δύο κόμματα αναδείχτηκαν ισοδύναμα στις εκλογές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία