équivalent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ki.va.lɑ̃/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | équivalent | équivalents |
θηλυκό | équivalente | équivalentes |
équivalent (fr)