Δείτε επίσης: equivalence

  Ετυμολογία

επεξεργασία
équivalence < λατινική aequivalentia

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ki.va.lɑ̃s/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
équivalence équivalences

équivalence (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία