ισοδυναμία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ισοδυναμία < αρχαία ελληνική ἰσοδυναμία / ίσος + δύναμη + -ία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ισοδυναμία θηλυκό
- (λογική) λογική σχέση στην οποία το ένα μέλος της σχέσης συνεπάγεται το άλλο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ισοδυναμία
Επεξεργασία
- ↑ Γέωργιος Βούρος, Πάτρα 2002, «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 23. Προσπέλαση 2020-03-03