Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εφάμιλλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εφάμιλλ
ος
η
εφάμιλλ
η
το
εφάμιλλ
ο
γενική
του
εφάμιλλ
ου
της
εφάμιλλ
ης
του
εφάμιλλ
ου
αιτιατική
τον
εφάμιλλ
ο
την
εφάμιλλ
η
το
εφάμιλλ
ο
κλητική
εφάμιλλ
ε
εφάμιλλ
η
εφάμιλλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εφάμιλλ
οι
οι
εφάμιλλ
ες
τα
εφάμιλλ
α
γενική
των
εφάμιλλ
ων
των
εφάμιλλ
ων
των
εφάμιλλ
ων
αιτιατική
τους
εφάμιλλ
ους
τις
εφάμιλλ
ες
τα
εφάμιλλ
α
κλητική
εφάμιλλ
οι
εφάμιλλ
ες
εφάμιλλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εφάμιλλος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
εφάμιλλος -η/-ος -ο
ίσος
σε
αξία
,
ισάξιος
Συγγενικά
επεξεργασία
άμιλλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εφάμιλλος
αγγλικά
:
comparable
(en)
γαλλικά
:
équivalent
(fr)
,
comparable
(fr)