γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὁμοῖος ὁμοί τὸ ὁμοῖον
      γενική τοῦ ὁμοίου τῆς ὁμοίᾱς τοῦ ὁμοίου
      δοτική τῷ ὁμοί τῇ ὁμοί τῷ ὁμοί
    αιτιατική τὸν ὁμοῖον τὴν ὁμοίᾱν τὸ ὁμοῖον
     κλητική ! ὁμοῖε ὁμοί ὁμοῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὁμοῖοι αἱ ὁμοῖαι τὰ ὁμοῖ
      γενική τῶν ὁμοίων τῶν ὁμοίων τῶν ὁμοίων
      δοτική τοῖς ὁμοίοις ταῖς ὁμοίαις τοῖς ὁμοίοις
    αιτιατική τοὺς ὁμοίους τὰς ὁμοίᾱς τὰ ὁμοῖ
     κλητική ! ὁμοῖοι ὁμοῖαι ὁμοῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὁμοίω τὼ ὁμοί τὼ ὁμοίω
      γεν-δοτ τοῖν ὁμοίοιν τοῖν ὁμοίαιν τοῖν ὁμοίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

ὁμοῖος, -ία, -ῖον