Ετυμολογία

επεξεργασία
ομοιώνω < αρχαία ελληνική ὁμοιόω / ὁμοιῶ < ὅμοιος / ὁμοῖος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.miˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μοι‐ώ‐νω

ομοιώνω (παθητική φωνή: ομοιώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία