ανομοιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανομοιώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀνομοιῶ / ἀνομιόω
Ρήμα
επεξεργασίαανομοιώνω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανομοιώνω | ανομοίωνα | θα ανομοιώνω | να ανομοιώνω | ανομοιώνοντας | |
β' ενικ. | ανομοιώνεις | ανομοίωνες | θα ανομοιώνεις | να ανομοιώνεις | ανομοίωνε | |
γ' ενικ. | ανομοιώνει | ανομοίωνε | θα ανομοιώνει | να ανομοιώνει | ||
α' πληθ. | ανομοιώνουμε | ανομοιώναμε | θα ανομοιώνουμε | να ανομοιώνουμε | ||
β' πληθ. | ανομοιώνετε | ανομοιώνατε | θα ανομοιώνετε | να ανομοιώνετε | ανομοιώνετε | |
γ' πληθ. | ανομοιώνουν(ε) | ανομοίωναν ανομοιώναν(ε) |
θα ανομοιώνουν(ε) | να ανομοιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανομοίωσα | θα ανομοιώσω | να ανομοιώσω | ανομοιώσει | ||
β' ενικ. | ανομοίωσες | θα ανομοιώσεις | να ανομοιώσεις | ανομοίωσε | ||
γ' ενικ. | ανομοίωσε | θα ανομοιώσει | να ανομοιώσει | |||
α' πληθ. | ανομοιώσαμε | θα ανομοιώσουμε | να ανομοιώσουμε | |||
β' πληθ. | ανομοιώσατε | θα ανομοιώσετε | να ανομοιώσετε | ανομοιώστε | ||
γ' πληθ. | ανομοίωσαν ανομοιώσαν(ε) |
θα ανομοιώσουν(ε) | να ανομοιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανομοιώσει | είχα ανομοιώσει | θα έχω ανομοιώσει | να έχω ανομοιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανομοιώσει | είχες ανομοιώσει | θα έχεις ανομοιώσει | να έχεις ανομοιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανομοιώσει | είχε ανομοιώσει | θα έχει ανομοιώσει | να έχει ανομοιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανομοιώσει | είχαμε ανομοιώσει | θα έχουμε ανομοιώσει | να έχουμε ανομοιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανομοιώσει | είχατε ανομοιώσει | θα έχετε ανομοιώσει | να έχετε ανομοιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανομοιώσει | είχαν ανομοιώσει | θα έχουν ανομοιώσει | να έχουν ανομοιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανομοιώνω