Ετυμολογία

επεξεργασία
ανομοιώνω < (ελληνιστική κοινήἀνομοιῶ / ἀνομιόω

ανομοιώνω

  1. διαφοροποιώ
  2. (γλωσσολογία) προκαλώ ανομοίωση

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία