ανομοίωση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανομοίωση: < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἀνομοίω(σις) + -ση (< ἀν- + ὁμοίωσις < ὁμοιόω < ὅμοιος), (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική dissimilation ή γερμανική Dissimilation[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.noˈmi.o.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανομοίωση θηλυκό
- (γλωσσολογία, φωνητική) η μεταβολή του χαρακτήρα ενός φθόγγου ή φωνήματος ώστε να διαφοροποιηθεί από όμοιο γειτονικό ή κοντινό του
- παράδειγμα: στις λέξεις γραπτός - γραφτός έχουμε ανομοίωση [pt] > [ft] με μετατροπή του κλειστού συμφώνου [p] σε εξακολουθητικό [f] ώστε να διαφοροποιηθεί από το κλειστό [t].
- παράδειγμα:: η τροπή δασέος συμφώνου στο αντίστοιχο ψιλό, όταν στην επόμενη συλλαβή ακολουθεί άλλο δασύ· π.χ. τριχός αντί θριχός (θρίξ), ἐτέθην αντί ἐθέθην κ.α. (οι παλαιοί όροι «δασύ», «ψιλό» σύμφωνο, όπως για τα αρχαία ελληνικά)
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ανομοιώνω
- ανομοιωτικά
- ανομοιωτική αποβολή
- ανομοιωτικός
- → και δείτε τη λέξη όμοιος
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανομοίωση
Επεξεργασία
- ↑ «ανομοίωση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.