θρίξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαμεταπλαστά ουσιαστικά | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
*θριχ- τρῐχ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | θρίξ | αἱ | τρίχες | ||||
γενική | τῆς | τριχός | τῶν | τριχῶν | ||||
δοτική | τῇ | τριχῐ́ | ταῖς | θριξί(ν) & τρίχεσι (ελληνιστική κοινή): τρίχεσῐ | ||||
αιτιατική | τὴν | τρίχᾰ | τὰς | τρίχᾰς | ||||
κλητική ὦ! | θρίξ | τρίχες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρίχε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | τριχοῖν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Ο μεταγενέστερος τύπος τρίχεσι(ν) απαντά στον ιστορικό Ιώσηπο και είναι εσφαλμένη γραφή αντί για τρύχεσι(ν). | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ψίξ' όπως «ψίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρίξ < άγνωστης ετυμολογίας. Οι συνώνυμες λέξεις στις περισσότερες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες διαφέρουν πολύ.[1][2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρίξ, γενική τρῐχός, θηλυκό
- τρίχα
- (στον Όμηρο, πάντα πληθυντικός) οι τρίχες
- είτε σε άνθρωπο (το τριχωτό της κεφαλής)
- είτε σε ζώο (οι τρίχες στην ουρά του αλόγου, οι τρίχες του γουρουνιού), το τρίχωμα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 83 (στίχοι 83-84)
- ἄκρην κὰκ κορυφήν, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων | κρανίῳ ἐμπεφύασι,
- στην κορυφήν της κεφαλής που οι πρώτες τρίχες βγαίνουν | των ίππων εις το καύκαλο,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἄκρην κὰκ κορυφήν, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων | κρανίῳ ἐμπεφύασι,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 38.1
- τοὺς δὲ βοῦς τοὺς ἔρσενας τοῦ Ἐπάφου εἶναι νομίζουσι καὶ τούτου εἵνεκα δοκιμάζουσι αὐτοὺς ὧδε· τρίχα ἢν καὶ μίαν ἴδηται ἐπεοῦσαν μέλαιναν, οὐ καθαρὸν εἶναι νομίζει.
- Οι Αιγύπτιοι θεωρούν ότι οι ταύροι ανήκουν στον Έπαφο, και γι᾽ αυτό τους υποβάλλουν στην ακόλουθη εξέταση: αν δουν ότι υπάρχει απάνω στον ταύρο έστω και μια μαύρη τρίχα, τότε θεωρούν ότι το ζώο δεν είναι αγνό.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τοὺς δὲ βοῦς τοὺς ἔρσενας τοῦ Ἐπάφου εἶναι νομίζουσι καὶ τούτου εἵνεκα δοκιμάζουσι αὐτοὺς ὧδε· τρίχα ἢν καὶ μίαν ἴδηται ἐπεοῦσαν μέλαιναν, οὐ καθαρὸν εἶναι νομίζει.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 83 (στίχοι 83-84)
- (στην αττική διάλεκτο, και περιληπτικό) η τρίχα, τα μαλλιά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 359 (στίχοι 358-359)
- Ὣς φάτο, σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο, δείδιε δ᾽ αἰνῶς, | ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι,
- Και ως τ᾽ άκουσεν ο γέροντας ζαλίσθη από τον τρόμον | και ορθές σ᾽ όλα τα μέλη του οι τρίχες σηκωθήκαν
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ὣς φάτο, σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο, δείδιε δ᾽ αἰνῶς, | ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 564 (563-564)
- ἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέων, | τριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται·
- Περνάει ο φόβος μες στα στήθια μου | κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέων, | τριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται·
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, 1623-1625
- ἦν μὲν σιωπή, φθέγμα δ᾽ ἐξαίφνης τινὸς | θώυξεν αὐτόν, ὥστε πάντας ὀρθίας | στῆσαι φόβῳ δείσαντας ἐξαίφνης τρίχας.
- έπεσε απόλυτη σιωπή. Και τότε ξαφνικά τον φώναξε | μια δυνατή κραυγή. Σ᾽ όλους εμάς από τον τρόμο | όρθιες σηκώθηκαν της κεφαλής οι τρίχες.
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- βαθιά σιωπή εγίνη. Και ξάφνου τον | εφώναξε κάποιου η φωνή, που όλοι | τρομάξαν κι απ᾽ το φόβο τους σκωθήκαν τα μαλλιά τους.
- Μετάφραση (1911): Ηλίας Βουτιερίδης @greek‑language.gr
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1065 (1063-1065)
- πρίν ποτ᾽ ἦν, πρὶν ταῦτα, νῦν δ᾽ | οἴχεται, κύκνου τε πολιώτεραι δὴ | αἵδ᾽ ἐπανθοῦσιν τρίχες.
- Έτσι στον παλιό καιρό· | τώρα πάνε, πάνε, παν· | τώρα πιο άσπρα τα μαλλιά | κι απ᾽ του κύκνου τα φτερά.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- πρίν ποτ᾽ ἦν, πρὶν ταῦτα, νῦν δ᾽ | οἴχεται, κύκνου τε πολιώτεραι δὴ | αἵδ᾽ ἐπανθοῦσιν τρίχες.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 359 (στίχοι 358-359)
- (ιατρική) φλέβα στο δεξιό λοβό του συκωτιού
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.43,@scaife.perseus
- Ἢν δὲ αἷμα ἐκ τόκου ἐμέσῃ, τοῦ ἥπατος θρὶξ τέτρωται, καὶ ὀδύνη πρὸς τὰ σπλάχνα φοιτᾷ, καὶ τὴν καρδίην σπᾶται.
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.43,@scaife.perseus
- (στον Όμηρο, πάντα πληθυντικός) οι τρίχες
Παροιμίες
επεξεργασία- θρὶξ ἀνὰ μέσσον: παρά μία τρίχα
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἄξιον τριχός: καθόλου σημαντικό
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 614 (612-614)
- καὶ μὴν νὴ Δία, | εἰ πώποτ᾽ ἦλθον δεῦρ᾽, ἐθέλω τεθνηκέναι, | ἢ ᾽κλεψα τῶν σῶν ἄξιόν τι καὶ τριχός.
- Σου ορκίζομαι ότι, | αν ήρθα εδώ ποτέ μου ως τώρα, αν κάτι, | που μια ν᾽ αξίζει τρίχα, σου ᾽χω κλέψει, | το θάνατό μου δέχομαι.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- καὶ μὴν νὴ Δία, | εἰ πώποτ᾽ ἦλθον δεῦρ᾽, ἐθέλω τεθνηκέναι, | ἢ ᾽κλεψα τῶν σῶν ἄξιόν τι καὶ τριχός.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 614 (612-614)
- ἐκ τριχὸς κρέμασθαι: κρεμιέμαι από μία τρίχα, βρίσκομαι σε κρίσιμο σημείο, (βλ. αντίστοιχη έκφραση: ἐπὶ ξυροῦ ἵστασθαι)
- εἰς ἱερὴν τρίχα ἐλθεῖν: φθάνω στο τέλος της ζωής
Σύνθετα
επεξεργασία- -θριξ (αρσενικό ή θηλυκό) Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -θριξ στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
- ἀελλόθριξ
- ἄθριξ
- ἀνάθριξ
- ἁπαλόθριξ
- ἁπλόθριξ
- ἀραιόθριξ
- ἀργόθριξ
- διπλόθριξ
- ἑλίθριξ
- ἐρυσίθριξ
- καλλίθριξ
- καλόθριξ
- λασιόθριξ
- λειπόθριξ
- λευκόθριξ
- λιπόθριξ
- λυσίθριξ
- μαλακόθριξ
- μεγαλόθριξ
- μελάνθριξ
- νεόθριξ
- ξανθόθριξ
- ὄθριξ
- ὀλιγόθριξ
- ὁμοιόθριξ
- ὀρθόθριξ
- οὐλόθριξ
- ὀφιόθριξ
- περίθριξ
- ποικιλόθριξ
- πολιόθριξ
- σκολιόθριξ
- φοινικόθριξ
- φυκόθριξ
- Λέξεις -θριξ @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v.- θρίξ σελ. 556 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- θρίξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θρίξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.