μεταπλαστά ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*θριχ- τρῐχ-
ονομαστική θρίξ αἱ τρίχες
      γενική τῆς τριχός τῶν τριχῶν
      δοτική τῇ τριχῐ́ ταῖς θριξί(ν)
τρίχεσι
(ελληνιστική κοινή): τρίχεσῐ
    αιτιατική τὴν τρίχ τὰς τρίχᾰς
     κλητική ! θρίξ τρίχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρίχε
γεν-δοτ τοῖν  τριχοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Ο μεταγενέστερος τύπος τρίχεσι(ν) απαντά στον ιστορικό Ιώσηπο
και είναι εσφαλμένη γραφή αντί για τρύχεσι(ν).
3η κλίση, Κατηγορία 'ψίξ' όπως «ψίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θρίξ < άγνωστης ετυμολογίας. Οι συνώνυμες λέξεις στις περισσότερες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες διαφέρουν πολύ.[1][2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρίξ, γενική τρῐχός, θηλυκό

Παροιμίες

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

όπως ενδεικτικά

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v.- θρίξ σελ. 556 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.