σκολιόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
σκολῐοθρῐχ- σκολῐοτρῐχ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | σκολιόθριξ | οἱ/αἱ | σκολιότριχες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | σκολιότριχος | τῶν | σκολιοτρίχων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | σκολιότριχῐ | τοῖς/ταῖς | σκολιότριξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | σκολιότριχᾰ | τοὺς/τὰς | σκολιότριχᾰς | ||||
κλητική ὦ! | σκολιόθριξ | σκολιότριχες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκολιότριχε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σκολιοτρίχοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκολιόθριξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκολιό(ς) + -θριξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκολιόθριξ, -τριχος αρσενικό ή θηλυκό (σε επιθετική λειτουργία)
- (ελληνιστική κοινή) που έχει κατσαρές τρίχες
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας, ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης Διονυσιακά ed. A. Ludwich, Leipzig (Teubner) 1909, 1911, D. 15.137 και σελ. 135
- καί τις ἑὰς παλάμας τανύσας σκολιότριχι κόρσῃ
- και με τις παλάμες του τράβηξε τα κατσαρά του μαλλιά
- καί τις ἑὰς παλάμας τανύσας σκολιότριχι κόρσῃ
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας, ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης Διονυσιακά ed. A. Ludwich, Leipzig (Teubner) 1909, 1911, D. 15.137 και σελ. 135
- (μεταφορικά) με ακανόνιστα / στραβά αγκάθια
- ※ ΜελέαγροςW, Στέφανος [επιγράμματα] στην Παλατινή Ανθολογία IV.1.37 (Anthologia Graeca, 4, έκδοση Putnam's Sons, 1916 με αγγλική μετάφραση του W.R. Paton.
Πηγές
επεξεργασία- σκολιόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.