ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*φοινικόθρῐχ- φοινικότρῐχ-
ονομαστική / σκολιόθριξ οἱ/αἱ φοινικότριχες
      γενική τοῦ/τῆς φοινικότριχος τῶν φοινικοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ φοινικότριχ τοῖς/ταῖς φοινικότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν φοινικότριχ τοὺς/τὰς φοινικότριχᾰς
     κλητική ! σκολιόθριξ φοινικότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φοινικότριχε
γεν-δοτ τοῖν  φοινικοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκολιόθριξ < (ελληνιστική κοινή) σκολι(ός) + -ό- + -θριξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκολιόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία

  1. (ελληνιστική κοινή) που έχει κατσαρές τρίχες
    ※  καί τις ἑὰς παλάμας τανύσας σκολιότριχι κόρσῃ (Νόννος ο Πανοπολίτης, Nonnus Epicus [Nonn.] iv/v A.D. (?) D. = Dionysiaca, ed. A. Ludwich, Leipzig (T.) 1909, 1911, D. 15.137 και εδώ σελ. 135)
    και με τις παλάμες του τράβηξε τα κατσαρά του μαλλιά
  2. (μεταφορικά) με ακανόνιστα / στραβά αγκάθια
    ※  ἐν δὲ καὶ ἐκ φορβῆς σκολιότριχος ἄνθος ἀκάνθης Ἀρχιλόχου (Μελέαγρος, Παλατινή Ανθολογία IV.1.37, Μελεάγρου Στέφανος)
    και από την τροφή των ζώων, στραβό άνθος αγκαθιών του Αρχιλόχου (από το Στέφανο του Μελεάγρου, όπου κάθε ποιητής και το έργο του προσομοιάζεται με ένα άνθος)