↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκολιός η σκολιά το σκολιό
      γενική του σκολιού της σκολιάς του σκολιού
    αιτιατική τον σκολιό τη σκολιά το σκολιό
     κλητική σκολιέ σκολιά σκολιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκολιοί οι σκολιές τα σκολιά
      γενική των σκολιών των σκολιών των σκολιών
    αιτιατική τους σκολιούς τις σκολιές τα σκολιά
     κλητική σκολιοί σκολιές σκολιά
Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκολιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκολιός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sko.liˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκο‐λι‐ός

  Επίθετο

επεξεργασία

σκολιός, -ά, -ό

  1. (αρχαιοπρεπές) στραβός
  2. (λόγιο) δύστροπος
    στην έκφραση σκολιά οδός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σκολιός σκολιᾱ́ τὸ σκολιόν
      γενική τοῦ σκολιοῦ τῆς σκολιᾶς τοῦ σκολιοῦ
      δοτική τῷ σκολι τῇ σκολι τῷ σκολι
    αιτιατική τὸν σκολιόν τὴν σκολιᾱ́ν τὸ σκολιόν
     κλητική ! σκολιέ σκολιᾱ́ σκολιόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σκολιοί αἱ σκολιαί τὰ σκολιᾰ́
      γενική τῶν σκολιῶν τῶν σκολιῶν τῶν σκολιῶν
      δοτική τοῖς σκολιοῖς ταῖς σκολιαῖς τοῖς σκολιοῖς
    αιτιατική τοὺς σκολιούς τὰς σκολιᾱ́ς τὰ σκολιᾰ́
     κλητική ! σκολιοί σκολιαί σκολιᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σκολιώ τὼ σκολιᾱ́ τὼ σκολιώ
      γεν-δοτ τοῖν σκολιοῖν τοῖν σκολιαῖν τοῖν σκολιοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκολιός, ήδη ομηρικό < θέμα σκολ-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kel- (όπως και στο σκέλος, σκώληξ)[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

σκολιός, -ά, -όν

  1. κεκαμμένος, που έχει καμφθεί, κυρτός, σκυφτός], λυγισμένος
    ⮡  δουλείη κεφαλή, σκολιή
  2. στραβός, λοξός, με πολλές καμπές, κυματιστός σαν σχήμα
    ⮡  ἀτραπός σκολιά
    ※  [και στην καθαρεύσουα] […] ετύχαινε να παραπονούμαι διά τον παχύν βόρβορον, τον κατακλύζοντα τας στενάς και σκολιάς οδούς της μεγαλοπόλεως εκείνης […] (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)
  3. διαστρεβλωμένος, άδικος, πλανερός, δόλιος
  4. αινιγματώδης, ασαφής, δυσνοήτος
    ⮡  λαβύρινθος σκολιός
  5. διεστραμμένος
    χρειάζεται παράθεμα Θέογνις. Έλεγ. 1 .1 1 4 7 :

Παράγωγα

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
σκολι- 

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.