σκολίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκολίωση | οι | σκολιώσεις |
γενική | της | σκολίωσης* | των | σκολιώσεων |
αιτιατική | τη | σκολίωση | τις | σκολιώσεις |
κλητική | σκολίωση | σκολιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκολιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκολίωση < σκολιός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκολίωση θηλυκό
- μη φυσιολογική πλάγια κύρτωση της σπονδυλικής στήλης