σπονδυλική στήλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σπονδυλική στήλη < → δείτε τις λέξεις σπονδυλικός και στήλη
Προφορά
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία

σπονδυλική στήλη θηλυκό
- (ανατομία) το κεντρικό τμήμα του σκελετού των σπονδυλωτών ζώων
- (μεταφορικά) ο άξονας γύρω από τον οποίο αρθρώνεται ένα σύνολο (μια ιδεολογία, μια θεωρία, ένα σύστημα κ.λπ.)
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπονδυλική στήλη