↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπονδυλικός η σπονδυλική το σπονδυλικό
      γενική του σπονδυλικού της σπονδυλικής του σπονδυλικού
    αιτιατική τον σπονδυλικό τη σπονδυλική το σπονδυλικό
     κλητική σπονδυλικέ σπονδυλική σπονδυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπονδυλικοί οι σπονδυλικές τα σπονδυλικά
      γενική των σπονδυλικών των σπονδυλικών των σπονδυλικών
    αιτιατική τους σπονδυλικούς τις σπονδυλικές τα σπονδυλικά
     κλητική σπονδυλικοί σπονδυλικές σπονδυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπονδυλικός < σπόνδυλ(ος) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spon.ði.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπον‐δυ‐λι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

σπονδυλικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία