πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπόνδυλος οι σπόνδυλοι
      γενική του σπονδύλου
& σπόνδυλου
των σπονδύλων
    αιτιατική τον σπόνδυλο τους σπονδύλους
     κλητική σπόνδυλε σπόνδυλοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σπόνδυλος

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπόνδυλος οἱ σπόνδυλοι
      γενική τοῦ σπονδύλου τῶν σπονδύλων
      δοτική τῷ σπονδύλ τοῖς σπονδύλοις
    αιτιατική τὸν σπόνδυλον τοὺς σπονδύλους
     κλητική ! σπόνδυλε σπόνδυλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπονδύλω
γεν-δοτ τοῖν  σπονδύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπόνδυλος, -ου αρσενικό