↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπόνδυλος οι σπόνδυλοι
      γενική του σπονδύλου
σπόνδυλου
των σπονδύλων
    αιτιατική τον σπόνδυλο τους σπονδύλους
     κλητική σπόνδυλε σπόνδυλοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σπόνδυλος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπόνδυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπόνδυλος / σφόνδυλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπόνδυλος αρσενικό

  1. (ανατομία) το καθένα από τα οστά που συναπαρτίζουν τη σπονδυλική στήλη
  2. (αρχιτεκτονική) τμήμα κυλινδρικού κίονα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπόνδυλος οἱ σπόνδυλοι
      γενική τοῦ σπονδύλου τῶν σπονδύλων
      δοτική τῷ σπονδύλ τοῖς σπονδύλοις
    αιτιατική τὸν σπόνδυλον τοὺς σπονδύλους
     κλητική ! σπόνδυλε σπόνδυλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπονδύλω
γεν-δοτ τοῖν  σπονδύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπόνδυλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπόνδυλος, -ου αρσενικό