σπόνδυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπόνδυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπόνδυλος / σφόνδυλος
- για τη σημασία «κίονας» < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σπόνδυλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπόνδυλος αρσενικό
- (ανατομία) το καθένα από τα οστά που συναπαρτίζουν τη σπονδυλική στήλη
- (αρχιτεκτονική) τμήμα κυλινδρικού κίονα
Συγγενικά
επεξεργασία- Όροι με σπονδυλ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σπόνδυλος | οἱ | σπόνδυλοι |
γενική | τοῦ | σπονδύλου | τῶν | σπονδύλων |
δοτική | τῷ | σπονδύλῳ | τοῖς | σπονδύλοις |
αιτιατική | τὸν | σπόνδυλον | τοὺς | σπονδύλους |
κλητική ὦ! | σπόνδυλε | σπόνδυλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπονδύλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σπονδύλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπόνδυλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπόνδυλος, -ου αρσενικό
- ελληνιστικός και ιωνικός τύπος του σφόνδυλος
Πηγές
επεξεργασία- σπόνδυλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.